κακόσπλαγχνος

κακόσπλαγχνος
κακόσπλαγχνος, -ον (Α)
μικρόψυχος, δειλός, άνανδρος.
επίρρ...
κακοσπλάγχνως (Μ)
άνανδρα, δειλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -σπλαγχνος (< σπλάγχνον), πρβλ. βαρύ-σπλαγχνος, θρασύ-σπλαγχνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κακοσπλάγχνως — κακόσπλαγχνος faint hearted adverbial κακόσπλαγχνος faint hearted masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοσπλάγχνοις — κακόσπλαγχνος faint hearted masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοσπλάγχνους — κακόσπλαγχνος faint hearted masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοσπλαγχνώ — κακοσπλαγχνῶ, έω (Μ) [κακόσπλαγχνος] είμαι δειλός, άνανδρος, μικρόψυχος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”